- κοινή
- (Γλωσσ.). Χαρακτηρισμός που αφορά τη γλώσσα που ομιλούν σε μια χώρα και η οποία αποτελεί το μέσο επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων της.
Η δημιουργία κ. γλώσσας επιβάλλεται αναγκαστικά όταν εμφανίζονται μεγάλες διαφορές στις τοπικές διαλέκτους, οπότε καθίσταται δύσκολη η επικοινωνία μεταξύ των ομοεθνών. Διακρίνεται κατά την καθιερωμένη ορολογία, στην κ. ομιλουμένη και στην κ. γραφομένη. Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ποικίλλει στις διάφορες χώρες. Γενικά, όμως, στην κ. ομιλουμένη παρατηρούνται πολυειδείς φωνητικές, ποιοτικές, τονικές, συντακτικές και λεξιλογικές διαφορές σε σχέση με την κ. γραφομένη. Σημαντικός είναι ο ρόλος των κλασικών συγγραφέων, οι οποίοι, αποτελώντας πρότυπα μίμησης, επιδρούν σημαντικά στη μεταβίβαση της κ. ομιλουμένης στη γραφομένη και διατηρούν, με αυτό τον τρόπο, την ενότητα της γλώσσας. Από τις διαλέκτους που ομιλούνται σε μια χώρα, τελικά επιβάλλεται ως κ. εκείνη η οποία για πολιτικούς, θρησκευτικούς, φιλολογικούς ή και πολιτιστικούς λόγους υπερέχει των άλλων. Έτσι, από την αττική διάλεκτο προέρχεται η αττική κ. και από τη διάλεκτο του Λατίου η λατινική κ. Αναφέρουμε επίσης την ινδοευρωπαϊκή κ. και τη σημιτική κ.
Στην ιστορία της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, με τον όρο κ. περιγράφεται η μορφή της γλώσσας που διαδόθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο στις ανατολικές χώρες. Η γλώσσα αυτή, έχοντας ως βάση την αρχαία αττική διάλεκτο, μεταδόθηκε σε πολλές περιοχές του γνωστού, από ελληνικής πλευράς, πολιτισμένου κόσμου. Στην ίδια γλώσσα γράφτηκε η Καινή Διαθήκη και μεταφράστηκε από τους Εβδομήκοντα η Παλαιά. Βλ. λ. γλώσσα.
* * *κοινῇ, δωρ. τ. κοινᾷ (Α)επίρρ. βλ. κοινός.
Dictionary of Greek. 2013.